λιβανωτρίς
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A censer, Carnead. ap. Plu.2.477b, Keil-Premerstein Zweiter Bericht No.20 (Thyatira), Ramsay Studiesin the Eastern Rom.Provinces p.319 (Pisidia), Hsch.
German (Pape)
[Seite 42] ίδος, ἡ, Weihrauchbüchse, Räucherfaß, Plut. tranqu. an. 19; auch λιβανωτίς geschrieben, Polyaen. 4, 8, 2 u. Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
λῐβᾰνωτρίς: -ίδος, ἡ, θυμιατήριον, Λατ. thuribulum, Καρνεάδ. παρὰ Πλουτ. 2. 477Β, Πολύαιν. 4. 8, 2, ― ἔνθα κακῶς λιβανωτίς, Λοβεκ. Φρύνιχ. 255.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
encensoir.
Étymologie: λίβανος.
Greek Monolingual
λιβανωτρίς, -ίδος, ἡ (Α)
λιβανοθήκη, θυμιατήρι, λιβανιστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του λιβανωτίς, με επίθημα -τρίς (πρβλ. ουρη-τρίς, υμνη-τρίς)].
Russian (Dvoretsky)
λῐβᾰνωτρίς: ίδος (ῐδ) ἡ кадильница, курильница Plut.