μεγαλοφρονέω

From LSJ
Revision as of 11:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοφρονέω Medium diacritics: μεγαλοφρονέω Low diacritics: μεγαλοφρονέω Capitals: ΜΕΓΑΛΟΦΡΟΝΕΩ
Transliteration A: megalophronéō Transliteration B: megalophroneō Transliteration C: megalofroneo Beta Code: megalofrone/w

English (LSJ)

   A to be high-minded, μ. ἐφ' ἑαυτῷ to be confident in oneself, X.HG 6.2.39; πρὸς τὰς ἀνάγκας LXX 4 Ma.6.24; to be generous, D.C.43.21, al.:—Med., display high spirit, περὶ τῆς ἡγεμονίας J.AJ19.3.1.    II in bad sense, to be arrogant, Plu.Dio40, al.:—in Med., Pl.R.528c; ἐπί τινι D.C.43.14; τινι Philostr.VA8.5; πρός τινα… ὡς… ib.1.39.

German (Pape)

[Seite 108] groß gesinnt sein, hohen Sinn haben, gew. tadelnd, stolz, übermüthig sein; ἐφ' ἑαυτῷ, Xen. Hell. 6, 2, 39; Pol. 35, 3, 4; τινί, D. Hal. 8, 83; Luc. bis accus. 28 u. a. Sp. Auch med., οὐκ ἂν πείθοιντο οἱ περὶ ταῦτα ζητητικοὶ μεγαλοφρονούμενοι, Plat. Rep. VII, 528 b; Sp., wie D. Cass.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοφρονέω: φρονῶ μεγάλα, μεγαλοφρονοῦντος (νῦν μέγα φρονοῦντος) ἐφ᾿ ἑαυτῷ, ἔχοντος μεγάλην πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39· τινὶ Διον. Ἁλ. 8. 83. ― Μέσ., ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερηφανεύομαι, Πλάτ. Πολ. 528Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être fier, orgueilleux, s’enorgueillir;
Moy. μεγαλοφρονέομαι-οῦμαι être arrogant.
Étymologie: μεγαλόφρων.

Greek Monotonic

μεγᾰλοφρονέω: έχω ευγενές φρόνημα, μεγαλοφρονῶ ἐφ' ἑαυτῷ, έχω αυτοπεποίθηση, σε Ξεν. — Μέσ., με αρνητική σημασία, είμαι αλαζόνας, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοφρονέω: (тж. μ. ἐφ᾽ ἑαυτῷ Xen.) быть высокомерным, гордым Polyb., Plut.: μεγαλοφρονούμενος Plat. из высокомерия.

Middle Liddell

μεγᾰλοφρονέω,
to be high-minded, μ. ἐφ' ἑαυτῷ to be confident in oneself, Xen.:—Mid., in bad sense, to be arrogant, Plat. [from μεγαλόφρων