οἰωνοκτόνος

From LSJ
Revision as of 14:03, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνοκτόνος Medium diacritics: οἰωνοκτόνος Low diacritics: οιωνοκτόνος Capitals: ΟΙΩΝΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: oiōnoktónos Transliteration B: oiōnoktonos Transliteration C: oionoktonos Beta Code: oi)wnokto/nos

English (LSJ)

ον,    A killing birds, χειμών ib.563.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων πτηνά, χειμὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 563.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les oiseaux.
Étymologie: οἰωνός, κτείνω.

Greek Monolingual

οἰωνοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει τα πουλιά («οἰωνοκτόνος χειμών», Αισχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος.

Greek Monotonic

οἰωνοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που σκοτώνει πουλιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνοκτόνος: убивающий птиц, т. е. губительный для птиц (χειμών Aesch.).

Middle Liddell

οἰωνο-κτόνος, ον, κτείνω
killing birds, Aesch.

English (Woodhouse)

destroying birds

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)