οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
Full diacritics: προαναπίπτω | Medium diacritics: προαναπίπτω | Low diacritics: προαναπίπτω | Capitals: ΠΡΟΑΝΑΠΙΠΤΩ |
Transliteration A: proanapíptō | Transliteration B: proanapiptō | Transliteration C: proanapipto | Beta Code: proanapi/ptw |
A fall down beforehand, Ph.1.154; π. τὴν γνώμην ib.282.
προαναπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, ἀναπίπτω πρότερον, Φίλων 1. 154.
Α
χάνω τις δυνάμεις μου ή το θάρρος μου εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναπίπτω «πέφτω προς τα πίσω, υποχωρώ, διστάζω»].