σιμοτράχηλος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A with concave neck, so that the face is turned upwards, Tz.H. 11.100.
Greek (Liddell-Scott)
σῑμοτράχηλος: -ον, = σιμαύχην, Τζέτζ. Ἱστ. 11. 100.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που έχει τράχηλο κυρτό προς τα εμπρός ώστε το πρόσωπό του να είναι σηκωμένο προς τα επάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «πλακουτσομύτης, ανωφερής» + τράχηλος (πρβλ. σκληρο-τράχηλος)].