σκοτεινότης
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
ητος, ἡ, A darkness, obscurity, Pl.Sph.254a.
German (Pape)
[Seite 905] ητος, ἡ, Finsterniß, Dunkelheit, Plat. Soph. 254 a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτεινότης: -ητος, ἡ, σκότος, ἀσημότης, Πλάτ. Σοφ. 254Α.
Russian (Dvoretsky)
σκοτεινότης: ητος ἡ темнота, тьма, мрак Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκοτεινότης -ητος, ἡ [σκότος] duisternis.