σκελιφρός

From LSJ
Revision as of 22:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκελιφρός Medium diacritics: σκελιφρός Low diacritics: σκελιφρός Capitals: ΣΚΕΛΙΦΡΟΣ
Transliteration A: skeliphrós Transliteration B: skeliphros Transliteration C: skelifros Beta Code: skelifro/s

English (LSJ)

(in Erot. with v.l. σκελεφρός), ά, όν,    A dry, parched, lean, dry or lean looking, Hp.Aër.4, v.l. in Art.8; Att. σκληφρός (q.v.).

German (Pape)

[Seite 891] trocken, dürr, hager, Hippocr. u. Sp., auch σκελεφρός geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

σκελιφρός: (παρὰ τῷ Ἐρωτιαν. σκελεφρός), ά, όν, ξηρός, κατάξηρος, κάτισχνος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, π. Ἄρθρ. 785· Ἀττ. σκληφρός, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
desséché, décharné.
Étymologie: σκέλλω.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. σκελεφρός, -ά, -όν, Α
1. αποξηραμένος
2. ξηρός, κατάξηρος
3. κάτισχνος («τοὺς...ἀνθρώπους εὐτόνους τε καὶ σκελιφροὺς...εἶναι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλλομαι «είμαι ξηρός» (βλ. λ. σκέλλω), πιθ. κατ' επίδραση τών τ. σκληφρός, στιφρός].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκελιφρός -ά -όν [σκέλλω] droog, mager.