συνεποκέλλω

From LSJ
Revision as of 07:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεποκέλλω Medium diacritics: συνεποκέλλω Low diacritics: συνεποκέλλω Capitals: ΣΥΝΕΠΟΚΕΛΛΩ
Transliteration A: synepokéllō Transliteration B: synepokellō Transliteration C: synepokello Beta Code: sunepoke/llw

English (LSJ)

   A put on land together, Plu.2.161a.

Greek (Liddell-Scott)

συνεποκέλλω: ἐποκέλλω, ἔρχομαι πλησίον εἰς τὴν ξηρὰν ὁμοῦ, «συνεποκείλαντες (δελφῖνες) ἐξέθηκαν ἐπὶ τὴν γῆν ἄνθρωπον ἔμπνουν καὶ κινούμενον» Πλούτ. 2. 161Α.

French (Bailly abrégé)

aborder ensemble.
Étymologie: σύν, ἐποκέλλω.

Greek Monolingual

Α
πέφτω στην ξηρά συγχρόνως με άλλους, εξοκέλλω από κοινού («συνεποκείλαντες ἐξέθηκαν ἐπὶ τὴν γῆν ἄνθρωπον ἔμπνουν καὶ κινούμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐποκέλλω «σπρώχνω, ρίχνω έξω»].

Russian (Dvoretsky)

συνεποκέλλω: вместе причаливать к берегу Plut.