τράχωμα

From LSJ
Revision as of 08:58, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχωμα Medium diacritics: τράχωμα Low diacritics: τράχωμα Capitals: ΤΡΑΧΩΜΑ
Transliteration A: tráchōma Transliteration B: trachōma Transliteration C: trachoma Beta Code: tra/xwma

English (LSJ)

ατος, τό,    A trachoma in the eyes, in pl., Id.1.64, Gal.UP10.11, PSI4.299.6 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1136] τό, das Rauhgemachte, die Rauhheit, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

τράχωμα: τό, τραχύτης, ἰδίως τῶν ἔνδον μερῶν τῶν βλεφάρων, «καθαίρει τὰ λευκώματα... καὶ τὰ τραχώματα σμήχει» Διοσκ. 1. 77, «τὸ τράχωμα τραχύτης τῶν ἔνδον τοῦ βλεφάρου μερῶν˙ ἐπιταθὲν δέ... σύκωσις καλεῖται˙ ἐγχρονίσασα δέ... τύλος ὀνομάζεται» Ἰω. Ἀκτουάρ. ἐν Ideleri Phys. τ. 2, σ. 445, 8. - Κατὰ Γαλην. Τῶν κατὰ Τόπους, 4, «τραχώματα... τραχύτητας βλεφάρων, ὑφ’ ὧν κατὰ τὰς ὀφθαλμίας οἱ χιτῶνες τῶν ὀφθαλμῶν ὀδυνῶνται κοπτόμενοι».

Greek Monolingual

(I)
το, ΝΜΑ
λοιμώδης πάθηση του επιπεφυκότα τών οφθαλμών, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό, αλλ. κοκκώδης επιπεφυκίτιδα
μσν.
τραχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -ωμα, κατά το γλαύκ-ωμα].
(II)
το, Ν
τα μετρητά ή τα κοσμήματα τα οποία δίνονται ως γαμήλιο δώρο, αλλ. εξώπροικα ή παραπροίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο μσν. ρ. τραχώνω < τραχύ «ασημένιο νόμισμα» (ουδ. του επιθ. τραχύς)].