χρυσοκόμης

From LSJ
Revision as of 10:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοκόμης Medium diacritics: χρυσοκόμης Low diacritics: χρυσοκόμης Capitals: ΧΡΥΣΟΚΟΜΗΣ
Transliteration A: chrysokómēs Transliteration B: chrysokomēs Transliteration C: chrysokomis Beta Code: xrusoko/mhs

English (LSJ)

ου, Dor. χρῡσο-κόμας, α, ὁ,    A golden-haired, epith. of Dionysus, Hes.Th. 947; of Eros, Anacr.14, E.IA548 (lyr.); of Apollo, Tyrt.3.4, B. 4.2, E.Supp.975 (lyr.), Ar.Av.217 (anap.); ὁ X., abs. for Apollo, Pi.O.6.41, 7.32, E.Tr.254 (lyr.).    II with golden ornaments in the hair, Luc.Gall.13.

German (Pape)

[Seite 1381] ὁ, dor. χρυσοκόμας, der Goldhaarige; Beiw. des Dionysos, Hes. Th. 947; des Apollo, Pind. Ol. 6, 41. 7, 32; Ar. Av. 219; Eur. Suppl. 1000; Ἔρως, I. A. 548; Hymenaios, Philp. 54 (Plan. 177).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοκόμης: -ου, Δωρ. -κόμας, α, ὁ, ὁ χρυσῆν ἔχων κόμην, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἡσ. Θεογ. 947· τοῦ Ἔρωτος, Ἀνακρ. 13, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 549· τοῦ Ἀπόλλωνος, Τυρταῖος 2. 4, Εὐρ. Ἱκ. 975, Ἀριστοφ. Ὄρν. 219. - ὁ χρυσοκόμης ἀπολ., ὁ Ἀπόλλων, Πινδ. Ο. 6. 71., 7. 58, Εὐρ. Τρῳ. 254. ΙΙ. ὁ ἔχων χρυσᾶ κοσμήματα ἐπὶ τῆς κόμης, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 13.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 aux cheveux d’or;
2 qui a des ornements d’or dans ses cheveux.
Étymologie: χρυσός, κόμη.

Spanish

de aúrea cabellera

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χρυσεοκόμας, και χρυσεοκόμης, Α
χρυσομάλληςχρυσοκόμης Ἔρως», Ανακρ.)
αρχ.
1. αυτός που φέρει στα μαλλιά του χρυσά κοσμήματα
2. ως κύριο όν. Χρυσοκόμης
ο Απόλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -κόμης (< κόμη), πρβλ. ξανθο-κόμης.

Greek Monotonic

χρῡσοκόμης: -ου, ὁ, Δωρ. -κόμας, -α, ὁ (κόμη
I. χρυσά μαλλιά, σε Ησίοδ., Ευρ.· ὁ χρυσοκόμης, απόλ., λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Πίνδ., Ευρ.
II. αυτός που έχει χρυσά στολίδια στα μαλλιά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοκόμης: ου, дор. χρῡσοκόμᾱς, ᾱ adj. m
1) златокудрый (Διόνυσος Hes.; Ἔρως Anacr., Eur.; Ἀπόλλων Eur., Arph.);
2) с золотыми украшениями в волосах Luc.

Middle Liddell

χρῡσο-κόμης, ου, κόμη
I. the golden haired, Hes., Eur.;— ὁ Χρ. absol. for Apollo, Pind., Eur.
II. with golden ornaments in the hair, Luc.

English (Woodhouse)

golden-haired

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)