χρόμη
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ἡ, and χρόμος, ὁ, = foreg.: also A the neighing of horses, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1377] ἡ, und χρόμος, ὁ, = Vorigem; auch das Wiehern der Pferde, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
χρόμη: ἡ, «φρυαγμός˙ ὁρμή, θράσος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. χρόμαδος
2. (κατά τον Ησύχ.) χρεμετισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ- της ρίζας του ρ. χρεμετίζω].