ψαλιδόστομος
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ον, A nipper-mouthed, Com. epith. of crabs, Batr.295.
German (Pape)
[Seite 1390] Scheermund, kom. Beiw. der Taschenkrebse, Batr. 297.
Greek (Liddell-Scott)
ψᾰλιδόστομος: -ον, ὁ ἔχων στόμα ὅμοιον ψαλίδι, κωμικὸν ἐπίθ. καρκίνου, Βατραχομ. 297.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la bouche est une pince, dont la bouche est armée de pinces (crabe).
Étymologie: ψαλίς, στόμα.
Greek Monolingual
-ον, Α
(στον Αριστοφ.) (ως κωμικός χαρακτηρισμός του κάβουρα) αυτός που το στόμα του μοιάζει με ψαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, -ίδος + -στομος (< στόμα), πρβλ. χαλκό-στομος].
Greek Monotonic
ψᾰλῐδόστομος: -ον, αυτός που έχει στόμα σαν ψαλίδα, λέγεται για τον κάβουρα, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
ψᾰλῐδόστομος: со ртом как ножницы, клещеротый (καρκίνοι Batr.).
Middle Liddell
ψᾰλῐδό-στομος, ον,
nipper-mouthed, of a crab, Batr.