ἀντίδειπνος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ον, A taking anothers place at dinner, Luc.Gall.9.
German (Pape)
[Seite 251] eines Andern Stelle beim Mahle vertretend, Luc. Gall. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίδειπνος: -ον, ὁ λαμβάνων τὴν θέσιν ἄλλου κατὰ τὸ δεῖπνον, Λουκ. Ἀλεκτρ. 9.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui soupe à la place d’un autre.
Étymologie: ἀντί, δεῖπνον.
Spanish (DGE)
-ον
que ocupa el lugar de otro para comer ἐγὼ καὶ ἀ. καὶ διάδοχος ἐκεκλήμην Luc.Gall.9.
Greek Monolingual
ἀντίδειπνος -ον, (Α)
αυτός που παίρνει τη θέση άλλου κατά το δείπνο.
Greek Monotonic
ἀντίδειπνος: -ον (δεῖπνον), αντικαταστάτης κάποιου σε δείπνο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίδειπνος: ὁ занимающий на пиру место другого Luc.