ἄμυγμα

From LSJ
Revision as of 16:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμυγμα Medium diacritics: ἄμυγμα Low diacritics: άμυγμα Capitals: ΑΜΥΓΜΑ
Transliteration A: ámygma Transliteration B: amygma Transliteration C: amygma Beta Code: a)/mugma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἀμύσσω)    A scratching, tearing, πολιᾶς ἄ. χαίτας S.Aj.634; ὀνύχων ἀμύγματα E.Andr.827.

German (Pape)

[Seite 130] τό (ἀμύσσω), das Zerraufen, χαίτας Soph. Ai. 621; ὀνύχων δάϊ' ἀμύγματα, das Zerreißen mit den Nägeln, Eur. Andr. 826.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμυγμα: -ατος, τό, (ἀμύσσω) σπάραγμα διὰ τῶν ὀνύχων, «τσουγκράνισμα», ἀπόσπασις, «τράβηγμα», πολιᾶς ἄμ. χαίτας Σοφ. Αἴ. 633· ὀνύχων ἀμύγματα Εὐρ. Ἀνδρ. 827.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action d’arracher (des cheveux).
Étymologie: ἀμύσσω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [ᾰ-]
desgarrón, arañazo πολιᾶς ἄμυγμα χαίτας S.Ai.634, ὀνύχων τε δάι' ἀμύγματα E.Andr.827, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἄμυγμα, το (Α) ἀμύσσω
γρατσουνιά, γρατσούνισμα, νύχια, αμυχή.

Greek Monotonic

ἄμυγμα: -ατος, τό (ἀμύσσω), γδάρσιμο, σχίσιμο, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄμυγμα: ατος (ᾰμ) τό ἀμύσσω разрывание или вырывание (χαίτης Soph.): ὀνύχων ἀμύγματα θέσθαι Eur. расцарапывать себе лицо ногтями.

Middle Liddell

ἀμύσσω
a scratching, tearing, Soph., Eur.