ἐναθλέω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A = ἀθλέω ἐν, τοῖς πολέμοις, ταῖς τοξείαις, D.S.1.54, 3.8; ἐν γυμνασίοις καὶ πόνοις Id.16.44; μαθήμασι Luc.Am.45; [[[ὑπολήψεσι]]] Arr.Epict.3.16.13:—Med., ἐνηθλήσω προνοίᾳ AP7.117 (<Zenod.>). 2 bear up bravely under, ταῖς βασάνοις Ael.VH2.4; πρὸς τοὺς πόνους Iamb.Protr.20.
German (Pape)
[Seite 825] dabei anstrengen, ταῖς τοξείαις, sich darin üben, D. Sic. 3, 8, wie τοῖς πολέμοις 1, 54; μαθήμασι Luc. Amor. 45; ἐν τοῖς γυμνασίοις D. Sic. 16, 44; ταῖς βασάνοις, aushalten, Ael. V. H. 2, 4. – Das med. bei Zen. ep. (VII, 117).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναθλέω: ἀθλέω ἐν, Διόδ. 1. 54., 8. 8· ἔν τισι ὁ αὐτ. 16. 44: ἀπολ., ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀνθ. Π. 7. 117. 2) ὑπομένω, ἀντέχω ὡς ἀθλητής, ἐνεκαρτέρει καὶ ἐνήθλει ταῖς βασάνοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4· πρὸς τοὺς πόνους Ἰαμβλ. Προτρ. 20.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
lutter au milieu de, τινι.
Étymologie: ἐν, ἀθλέω.
Spanish (DGE)
I intr.
1 ejercitarse en c. dat. τοῖς πολεμίοις D.S.1.54, cf. 17.9, Plu.2.320a, ταῖς τοξείαις D.S.3.8, τοῖς ... μαθήμασιν Luc.Am.45, αὐταῖς (ὑπολήψεσι) Arr.Epict.3.16.13, cf. Hld.7.20.5, τῇ τῆς θεοσεβείας ὁδῷ Eus.M.24.21B, cf. Amph.Seleuc.185, tb. en v. med. ἐνηθλήσω δὲ προνοίᾳ AP 7.117 (Zenodotus)
•c. giro prep. ἐν γυμνασίαις καὶ πόνοις D.S.16.44.
2 en mala parte sufrir la prueba de, verse sometido a la penalidad de c. dat. κακοῖς ἀμυθήτοις Ph.2.132, ταῖς βασάνοις Ael.VH 2.4, δειλαῖς αἰκίαις Eus.HE 8.3.1, cf. Basil.M.31.1045C, Gr.Nyss.V.Gr.Thaum.49.14, Procop.Gaz.M.87.2153B, πολλοῖς ... κινδύνοις κακοῖς Lib.Eth.25.2, τῷ κατ' ἀρχὴν πόνῳ Heraclit.All.73.
3 fig. sostener una lucha interior οὕτω ... ἐνήθλει λανθάνουσα τοὺς πολλούς Ath.Al.M.28.1492D.
II tr.
1 ejercitar en τὸ δὲ σῶμα τοῖς ἀπὸ τῶν γυμνασίων ἐθισμοῖς ἐναθλήσας IClaros 1.P.1.6 (II a.C.)
•abs. αὕτη (ἡ φιλοσοφία) ... πρὸς ... τοὺς πόνους ἐναθλεῖ γενναίως Iambl.Protr.20.
2 combatir, librar, sostener c. ac. int. τὸν ἀρετῆς ... ἀγῶνα Eus.PE 11.6.31.
Greek Monotonic
ἐναθλέω: = ἀθλέω ἐν, απόλ. σε Μέσ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐναθλέω: упражняться (ταῖς τοξείαις и ἐν τοῖς γυμνασίοις Diod.; μαθήμασι Luc.; τοῖς πολέμοις Diod., Plut.; med. προνοίᾳ Anth.).