ἐξελιγμός

From LSJ
Revision as of 19:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξελιγμός Medium diacritics: ἐξελιγμός Low diacritics: εξελιγμός Capitals: ΕΞΕΛΙΓΜΟΣ
Transliteration A: exeligmós Transliteration B: exeligmos Transliteration C: ekseligmos Beta Code: e)celigmo/s

English (LSJ)

ὁ,    A countermarching, ἐ. Μακεδονικός, Λακωνικός, Κρητικός, Ascl.Tact.10.13, 14, 15, cf. Arr.Tact.23.2,3,4; οἱ ἐπὶ τῶν ἵππων ἐ. Them.Or.1.2b.    II doubling, of the hare, Arr.Cyn.16.3 (pl.); so of turning movements in walking or driving a hoop, Antyll. ap. Orib. 6.21.18, 26.1.    III revolution of the heavenly bodies, Nicom.Ar.1.6.    2 esp. of the shortest period containing a whole number of synodic months, days, and ἀποκαταστάσεις of the moon, Gem.18.1, Ptol.Alm. 4.2.

German (Pape)

[Seite 876] ὁ, Entwickelung, bes. einer Schlachtreihe, Arr. tact. 27 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξελιγμός: ὁ, ἐξέλιξις στρατεύματος, πρὸς ἀντιπαράταξιν, ἐναντίον ἄλλου, Ἀρρ. Τακτ. 27, Θεμίστ. 2Β. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξελιγμός· κίνησίς τις παρὰ τοῖς τακτικοῖς ἡ ἐνόπλιος». 1) ἑλικοειδὴς κίνησις, ἐπὶ λαγοῦ διωκομένου ὑπὸ κυνῶν, ἐν τοῖς ἐξελιγμοῖς Ἀρρ. Κυν. 16. 3. ΙΙΙ. κίνησις, περιστροφή, ἄστρων Θεολ. Ἀρ. σ. 74.

Greek Monolingual

ο (AM ἐξελιγμός) εξελίσσω
(για στρατιωτική παράταξη) ανάπτυξη, ξετύλιγμα («οἱ ἐπὶ τῶν ἵππων ἐξελιγμοί»)
αρχ.
1. (για λαγό) ελικοειδής κίνηση
2. κίνηση, περιστροφή
3. (για μικρές χρονικές περιόδους που περιλαμβάνουν πλήρη αριθμό συνοδικών μηνών, ημερών και αποκαταστάσεων της σελήνης) περιοδική αλλαγή.