ἐρευγμός
From LSJ
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
English (LSJ)
ὁ, A eructation, Id.Coac.138 (pl.), Arist.Pr.895b15.
German (Pape)
[Seite 1025] ὁ, das Aufstoßen, Erbrechen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρευγμός: ὁ, = ἔρευγμα, «ῥέψιμον», Ἱππ. Κωακ. Προγν. 138, Ἀριστ. Προβλ. 10. 44.
Greek Monolingual
ο (AM ἐρευγμός και ἐρυγμός) [[[ερεύγομαι]] (I)]
η θορυβώδης εκβολή στομαχικού αερίου από το στόμα, το ρέψιμο.
Russian (Dvoretsky)
ἐρευγμός: ὁ отрыжка Arst.