ἑλώριον
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
τό, A = ἕλωρ, A.R.2.264: pl., ἑλώρια τεῦχε κύνεσσι Il.1.4.
German (Pape)
[Seite 803] τό, dasselbe; Ap. Rh. 2, 264; im plur., Il. 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλώριον: τό, = τῷ προηγ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 264· ἐν τῷ πληθ., ἑλώρια τεῦχε κύνεσσι Ἰλ. Α. 4.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
butin, proie.
Étymologie: ἕλωρ.
English (Autenrieth)
= ἕλωρ, pl., Il. 1.4†.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Grafía: graf. ἑλλ- Hdn.Epim.31
presa, botín, despojo frec. plu. αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν οἰωνοῖσί τε a ellos los hizo presa para perros y aves, Il.1.4, cf. Gr.Naz.M.37.1348, Nonn.D.17.120, δινεύων μέσσοισιν ἑλώρια agitando una presa en medio de ellos para excitar a los perros, Opp.H.4.429, παλάμῃσιν ἑλώρια θήκατο δαίμων Gr.Naz.M.37.983A, sg. δαῖτα ... λοίσθιον Ἁρπυίῃσιν ἑ. A.R.2.264, predic. σύ με προλέλοιπας ἑ. habla Troya a una divinidad AP 9.154 (Agath.), cf. Pamprepius 1ue.12.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἑλώριον: τό, = το προηγ., σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
= ἕλωρ, Il.