ὑπονομεύω

From LSJ
Revision as of 08:55, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπονομεύω Medium diacritics: ὑπονομεύω Low diacritics: υπονομεύω Capitals: ΥΠΟΝΟΜΕΥΩ
Transliteration A: hyponomeúō Transliteration B: hyponomeuō Transliteration C: yponomeyo Beta Code: u(ponomeu/w

English (LSJ)

   A undermine, sap, Din. ap. Phot., Anon. ap. Suid.: τὴν στερεὰν γῆν J.BJ 7.2.2.    2 metaph., stir up by secret arts, stratagems, or intrigues, ὑ. Ῥωμαίοις πόλεμον D.H.3.23:—Pass., v.l. for -νοθ-, LXX 2 Ma.4.26.

German (Pape)

[Seite 1227] untergraben, unterirdische Gänge od. Minen machen, Din. bei Suid. – Uebertr., durch heimliche Listen untergraben, Ränke anstiften, πόλεμόν τινα D. Hal. 3, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπονομεύω: ὑπορύττω, ὀρύττω ὑπόνομον, Δείναρχ. παρὰ Φωτ., Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· ― μεταφορ., ὑποκινῶ κρυφίως διὰ παντοίων μέσων, ὑπενόμευσε Ρωμαίοις πόλεμον ἐκ τῶν ὑπηκόων Διον. Ἁλ. 3. 23.

Greek Monolingual

ὑπονομεύω ΝΑ ὑπόνομος
1. σκάβω κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και διανοίγω υπόνομο
2. μτφ. ενεργώ με δόλιο και συγκεκαλυμμένο τρόπο προκειμένου να βλάψω κάποιον (α. «το μόνο που κάνει είναι να υπονομεύει τις προσπάθειες τών συναδέλφων του» β. «ὑπενόμευε Ῥωμαίοις πόλεμον ἐκ τῶν ὑπηκόων», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
μτφ. βλάπτω κάποιον με δόλια μέσα.