ἐξαρθρόω
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
A dislocate, LXX 4 Ma.10.5. II ἐξηρθρωμένος, = foreg. ΙΙ, ἐπωμίδες Arist.Phgn.810b35.
German (Pape)
[Seite 872] ausrenken, Galen. – Bei Arist. physiogn. 6 ist ἐξηρθρωμένος gegliedert, = ἁρθρώδης, dem ἄναρθρος entgeggstzt, od. = Vor. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαρθρόω: ἐκβάλλω ἀπὸ τὴν κλείδωσιν, «στραγγουλίζω», Ἰωσήπ. Μακκ. 10. ΙΙ. ἐξηρθρωμένος, = τῷ προηγ. ΙΙ, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 14.
Spanish (DGE)
A ref. miembros corporales
I tr. dislocar medic. ὀστοῦν Poll.4.179, en v. pas. τὸ ἐξηρθρωμένον μέλος ... ἐνήρμοσε Gr.Nyss.Eun.2.188
•como tortura descoyuntar, desencajar οἱ δὲ ... τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ τοὺς πόδας ἐξήρθρουν LXX 4Ma.10.5, ἐξαρθροῦσιν οἱ δήμιοι τὰ τῶν καταδίκων μέλη Hsch.α 7189, cf. Et.Gud.s.u. ἀρθρέμβολα, en v. pas. ἐξηρθρώθη τὰ ὀστᾶ μου de Cristo, Gr.Nyss.Ps.6 191.13.
II intr. en v. med.
1 anat. de las articulaciones ser prominente, en perf. estar muy saliente αἱ ἐπωμίδες ἐξηρθρωμέναι καὶ οἱ ὦμοι Arist.Phgn.810b35.
2 medic. dislocarse, luxarse ἐξαρθρουμένων μορίων Gal.14.791, ἢ οὖν κλᾶται ἢ ἐξαρθροῦται ... τὸ ἄρθρον Steph.in Hp.Fract.25.10
•fig. descomponerse, desarticularse, desquiciarse ὁ λογισμὸς ἐξαρθροῦται πολλάκις καὶ ἐξαρμόζεται Gr.Nyss.Pss.73.20, ὁ παράλυτος ... ἦν ψυχικῶς ἐξηρθρωμένος el paralítico estaba moralmente desarticulado (por ser pecador), Amph.Mesopent.184.
B ref. a la voz articular palabras τὸ τῆς φωνῆς πνεῦμα ... εὔπλαστον καὶ μιμηλὸν ἐξαρθροῦν ... παρέχοντες de ciertas aves canoras, Plu.2.972f.