χείριξις

From LSJ
Revision as of 15:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χείριξις Medium diacritics: χείριξις Low diacritics: χείριξις Capitals: ΧΕΙΡΙΞΙΣ
Transliteration A: cheírixis Transliteration B: cheirixis Transliteration C: cheiriksis Beta Code: xei/ricis

English (LSJ)

λος, ἡ,    A = χειρισμός 1, Hp.Fract.7.    II administration, τοῦ ἀργυρίου IG9(1).694.66 (Corc., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1345] ἡ, wundärztliche Operation, Hippocr. – Uebh. = χείρισις, ἀργυρίου Inscr. 1845 a.

Greek (Liddell-Scott)

χείριξις: ἡ, = χειρισμὸς Ι, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 756. ΙΙ. διαχείρισις, διοίκησις, τοῖς αἱρεθεῖσι εἰς τὴν χείριξιν τοῦ ἀργυρίου Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 66.

Greek Monolingual

-ίξεως, ἡ, Α χειρίζω
1. χειρουργική επέμβαση
2. διαχείριση («... εἰς τὴν χείριξιν τοῡ ἀργυρίου», επιγρ.).