γέμισμα

From LSJ
Revision as of 20:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γέμισμα Medium diacritics: γέμισμα Low diacritics: γέμισμα Capitals: ΓΕΜΙΣΜΑ
Transliteration A: gémisma Transliteration B: gemisma Transliteration C: gemisma Beta Code: ge/misma

English (LSJ)

ατος, τό, A gloss on γέμος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ματος, τό carga, fardo Hsch.s.u. γέμος.

Greek Monolingual

το (Μ γέμισμα) γεμίζω
νεοελλ.
1. το να γεμίζει κανείς κάτι με κάτι άλλο
2. το υλικό με το οποίο γεμίζει κανείς κάτι
3. φρ. «το γέμισμα του φεγγαριού» — η γέμιση του φεγγαριού
4. στρατ. η ποσότητα της πυρίτιδας ή άλλης εκρηκτικής ύλης που είναι απαραίτητη για την εκτόξευση του βλήματος από το πυροβόλο
μσν.
1. η πληρότητα
2. το σύνολο.