Άδωνις
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
ο (Α Ἄδωνις, -ιδος)
θεός της αρχαιότητας, ονομαστός για την ομορφιά του
νεοελλ.
ο υπερβολικά όμορφος νέος
αρχ.
1. (γενικά) προσφιλής, αγαπημένος
2. φρ. «Ἀδώνιδος κῆποι», φυτά που καλλιεργούνταν σε γλάστρες πήλινες (συνήθως αχρηστευμένα πήλινα δοχεία) για τη γιορτή τών Αδωνίων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθ. Είναι σημιτικό όνομα (και εβραϊκά ᾱdōn) ή παράγωγο του ἁδεῖν, ἁνδάνω.
ΠΑΡ. ἀδώνιος
αρχ.
ἀδωνιακός].