Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Άδωνις

From LSJ
Revision as of 21:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

ο (Α Ἄδωνις, -ιδος)
θεός της αρχαιότητας, ονομαστός για την ομορφιά του
νεοελλ.
ο υπερβολικά όμορφος νέος
αρχ.
1. (γενικά) προσφιλής, αγαπημένος
2. φρ. «Ἀδώνιδος κῆποι», φυτά που καλλιεργούνταν σε γλάστρες πήλινες (συνήθως αχρηστευμένα πήλινα δοχεία) για τη γιορτή τών Αδωνίων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθ. Είναι σημιτικό όνομα (και εβραϊκά ᾱdōn) ή παράγωγο του ἁδεῖν, ἁνδάνω.
ΠΑΡ. ἀδώνιος
αρχ.
ἀδωνιακός].