ήδος
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
Greek Monolingual
ἦδος, -εος, δωρ. τ. ἆδος, το (Α)
1. ηδονή, ευφροσύνη, ευχαρίστηση, απόλαυση («ἀλλά τί μοι τῶν ἦδος;» — και ποιά ευχαρίστηση έχω από αυτά; Ομ. Ιλ.)
2. ξίδι, όξος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ήδος με τη σημ. «ηδονή, απόλαυση» < ήδομαι, με ομηρική ψίλωση (πρβλ. ημέρα - ήμαρ). Στην αττική διάλεκτο η λ. έλαβε τη σημ. «ξίδι» και μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί υποχωρητικός σχηματισμός του ηδύς (πρβλ. ηδύνω «νοστιμίζω»).
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αηδής, ευηδής, θυμηδής, μελιηδής, πολυηδής, φιληδής.