αγιάζω

From LSJ
Revision as of 22:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

ἁγιάζω)
κάνω κάποιον ή κάτι άγιο με εκκλησιαστική ευχή ή τελετή, εξαγνίζω, καθαγιάζω
νεοελλ.
1. ευλογώ
2. ραντίζω με αγιασμένο νερό
3. γίνομαι άγιος ή τιμώμαι ως άγιος
4. αδυνατίζω, γίνομαι σκελετός, απισχναίνομαι
αρχ.
1. καθαγιάζω κάτι θυσιάζοντας
2. βεβηλώνω, μιαίνω, μολύνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅγιος.
ΠΑΡ. ἁγίασις, ἁγίασμα, ἁγιασμός, ἁγιαστήριον.