αγροίκος
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
Greek Monolingual
-ο και άγροικος, -η, -ο (AM ἀγροῑκος, -ον)
1. απολίτιστος, ακαλλιέργητος, άξεστος, τραχύς στη συμπεριφορά
2. ανόητος
νεοελλ.
άπειρος, αμαθής
μσν.
ειλικρινής, απονήρευτος, απλοϊκός
αρχ.
1. αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο, στους αγρούς
2. (για πρόσωπα) αγρότης, χωρικός
3. χωριάτικος, αγροτικός
4. (για τόπο) ο ακαλλιέργητος, ο άγριος («ὄρος ἄγροικον»)
5. (για φρούτα) ο μη εκλεκτός, ο κοινός
6. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἄγροικοι
οι γεώμοροι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγρός + οἰκῶ.
ΠΑΡ. ἀγροικία (Ι)
αρχ.
ἀγροικίζομαι, ἀγροικικός
μσν.
ἀγροικώδης
νεοελλ.
αγροικώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγροικοστομῶ].