Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακαμάτης

From LSJ
Revision as of 22:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446

Greek Monolingual

-τρα και -ισσα, -ικο (Μ ἀκαμάτης)
1. φυγόπονος, οκνός, νωθρός
«ακαμάτρα γυναίκα»
παροιμ. «οι ακαμάτρες κι οι λωλές έχουν τις μοίρες τις καλές» (γιατί παντρεύονται εύκολα)
2. (δέντρο) που δεν καρποφορεί
«ακαμάτικο δέντρο»
ως ουσ.
1. ο κηφήνας
2. βλαστάρι του κλήματος χωρίς σταφύλια
3. αφύτευτος χώρος ανάμεσα στις πρασιές
4. σφήνα ξύλινη, τοποθετημένη παράλληλα με τους δύο καματερούς του ανεμόμυλου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ουσ. κάματος.
ΠΑΡ. ακαμασιά, ακαματερός, ακαματεύω.
ΣΥΝΘ. ακαμάτευτος ΙΙ, ακαματόσκυλο].