αιτιολογώ
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Greek Monolingual
(-έω) (Α αἰτιολογῶ)
ερευνώ, εξηγώ, αναφέρω την αιτία, δικαιολογώ
νεοελλ.
διατυπώνω λογικά επιχειρήματα για την υποστήριξη μιας γνώμης, μιας αποφάσεως ή ενέργειας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιτία + -λογώ < -λογος < λέγω.
ΠΑΡ. αιτιολογία, αιτιολογικός
αρχ.
αἰτιολόγημα, αἰτιολογητέον
μσν.
αἰτιολογισμός
νεοελλ.
αιτιολόγηση].