διάλληλος
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
English (LSJ)
ον, A reciprocating, λόγος Stoic. 2.90; interchangeable, of the order of words, A.D.Adv.126.2; confused, of argument, Id.Pron.50.20; διάλληλος τρόπος argument in a circle, S.E.P.1.117, 2.68; δ. δεῖξις Dam.Pr.290. II interrelated, interdependent, Plot.6.8.14.
German (Pape)
[Seite 587] τρόπος, der Cirkel im Schluß, oft Sext. Emp.; vgl. B. A. 535. 27.
Greek (Liddell-Scott)
διάλληλος: τρόπος, ὁ, ἀπόδειξις φαῦλος κύκλος ἐν τῇ λογικῇ καλουμένη, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 117.
Spanish (DGE)
-ον
1 circular, de donde fig., ref. a argumentaciones viciado διάλληλα τὰ τῆς ἐπιχειρήσεως A.D.Pron.50.20, δεῖξις Dam.in Prm.290, Simp.in Cael.478.3, Phlp.in APo.431.1, Eust.Op.261.84
•intercambiable del orden de palabras, A.D.Adu.126.2
•δ. λόγος círculo vicioso Chrysipp.Stoic.2.90, tb. δ. τρόπος S.E.P.1.117, 2.68.
2 recíproco ἡ ἐπὶ τῷ δείπνῳ εὐφροσύνη Cat.Apoc.3.22 (p.235.26).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM διάλληλος, -ον)
αμοιβαίος
αρχ.
1. αλληλεξαρτώμενος
2. (για λέξεις) αυτός που ανταλλάσσει τη θέση του με άλλον.
Russian (Dvoretsky)
διάλληλος: взаимный: ὁ δ. (тж. διαλλήλων и δι᾽ ἀλλήλων) τρόπος Sext. заколдованный (порочный) круг.