διακάτοχος
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
ον, A holding, possessing, Gloss., = Lat. bonorum possessor, PSI3.183 (v A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 581] ὸ, der Besitzer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διακάτοχος: -ον, ὁ κατέχων, ὁ ἔχων ὡς κτῆμα, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ jur. poseedor, propietario trad. de lat. (bonorum) possessor ref. a la pers. designada como heredero en ausencia de testamento y de parientes cercanos οὐκ ἐγώ, οὐ κληρονόμοι μου, οὐ διάδοχοι, οὐ διακάτοχοι PMich.Gagos 43 (VI d.C.), cf. PSI 183.12, POxy.2270.10, Stud.Pal.1.p.7.2.21 (todos V d.C.), PMonac.1.38 (VI d.C.), PBodl.45.30, Tav.Lign.Cer.2.8 (ambos VII d.C.), Cod.Theod.10.16.1.
Greek Monolingual
ο (AM διακάτοχος) διακατέχω
αυτός που έχει υπό την προσωρινή κατοχή του κάτι, συνήθως οικία ή κτήμα και νέμεται τα έσοδα
αρχ.-μσν.
ο κληρονόμος.