διεξικνέομαι
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
A arrive at, εἰς… Plb.10.29.3.
German (Pape)
[Seite 620] (s. ἱκνέομαι), durch- u. hinkommen, εἴς τι, Pol. 10, 29, 3.
Greek (Liddell-Scott)
διεξικνέομαι: φθάνω, εἰς τόπον Πολύβ. 10. 29, 3.
Spanish (DGE)
llegar ἕως εἰς τὰς ὑπερβολὰς διεξίκοιτο τοῦ Λάβου Plb.10.29.3.
Russian (Dvoretsky)
διεξικνέομαι: приходить, подходить, прибывать (εἰς τὰς ὑπερβολὰς Polyb.).