κάλτιος

From LSJ
Revision as of 10:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλτιος Medium diacritics: κάλτιος Low diacritics: κάλτιος Capitals: ΚΑΛΤΙΟΣ
Transliteration A: káltios Transliteration B: kaltios Transliteration C: kaltios Beta Code: ka/ltios

English (LSJ)

ὁ, Sicil. form of Lat. A calceus, shoe, Rhinth.5, Plu.Aem.5, 2.813e, Edict.Diocl.9.7:—κάλτοι· ὑποδήματα κοῖλα, ἐν οἷς ἱππεύουσι, Hsch.:—καλίκιοι, Plb.30.18.3 codd.:—κάλσιοι, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1314] = καλίκιος, Rhinth. bei Poll. 7, 90; B. A. 101 erkl. τὸ ὑπόδημα, es ist der eigentlich griechische Ausdruck für die röm. Fußbedeckung. – Die Form καλτίκιος, die sich einige Male bei Plut. findet, ist verderbt, vgl. Aem. P. 5 Pomp. 24.

Greek (Liddell-Scott)

κάλτιος: ὁ, Σικελικὸς τύπος τοῦ calceus, εἶδος ὑποδήματος, Ρίνθων παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 90, πρβλ. Πλουτ. Αἰμίλ. 5., 2. 813Ε· ― παρὰ Πολυβ. 30. 16, 3, ἔχομεν τὸν ἀμφίβολον τύπον καλίκιοι· καὶ παρὰ Πλουτ. 2. 465Α, καλτίκιοι. Τὸ κυρίως Ἑλληνικὸν ὄνομα τοῦ εἴδους τούτου τοῦ ὑποδήματος ἦτο ὑπόδημα κοῖλον. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κάλτοι· ὑποδήματα κοῖλα, ἐν οἷς ἱππεύουσι».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. καλτίκιος.

Greek Monolingual

κάλτιος, ὁ (Α)
είδος κοίλου υποδήματος τών Ρωμαίων, κατόπιν και τών Βυζαντινών, που αποτελούσε την απαραίτητη εθνική υπόδηση κάθε Ρωμαίου πολίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σικελικής προελεύσεως < λατ. calceus < calx, calcis «φτέρνα»].

Greek Monotonic

κάλτιος: ὁ, Σικελικός τύπος του Λατ. calceus, υπόδημα, παπούτσι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κάλτιος: ὁ (лат. calceus) (римская) обувь Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάλτιος -ου, ὁ [Lat. calceus] schoen.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: shoe (Rhinth., Plu., Edict. Diocl.); also κάλτοι (for κάλτ<ι>οι?) ὑποδήματα κοῖλα, ἐν οἷς ἱππεύουσι H.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: - Sicilian LW [loanword] from Lat. calceus (καλίκιοι Plb. 30, 18, 3).

Middle Liddell

κάλτιος, ὁ,
Sicil. form of Lat. calceus, a shoe, Plut.

Frisk Etymology German

κάλτιος: {káltios}
Forms: auch κάλτοι (für κάλτ<ι>οι?)· ὑποδήματα κοῖλα, ἐν οἷς ἱππεύουσι H.
Grammar: m.
Meaning: Schuh, Halbstiefel (Rhinth., Plu., Edict. Diocl.);
Etymology : Sizilisches LW aus lat. calceus mit Suffixtausch (καλίκιοι Plb. 30, 18, 3). Nicht mit v. Blumenthal Glotta 18, 149f. aus osk. *calc-tios.
Page 1,768