καθίδρυμα
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ατος, τό, A = ἵδρυμα, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1285] τό, = ἵδρυμα.
Greek (Liddell-Scott)
καθίδρῡμα: τό, = ἵδρυμα, Γλωσσ.
Greek Monolingual
τὸ (Α καθίδρυμα) καθιδρύω
το αποτέλεσμα του καθιδρύω, ίδρυμα
αρχ.
άγαλμα.