καλλιτέχνης

From LSJ
Revision as of 10:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐτέχνης Medium diacritics: καλλιτέχνης Low diacritics: καλλιτέχνης Capitals: ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: kallitéchnēs Transliteration B: kallitechnēs Transliteration C: kallitechnis Beta Code: kallite/xnhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A beautiful artist, Anacreont.4.1: pl., -τέχνεις Epigr.Gr.796.

German (Pape)

[Seite 1311] ὁ, der schön und kunstvoll arbeitet, Anacr. 4, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιτέχνης: -ου, ὁ, καλὸς τεχνίτης, καλῶς ἐργαζόμενος, Ἀνακρεόντ. 4. 1· πληθ. - τέχνεις Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 796.

Greek Monolingual

ο, θηλ. καλλιτέχνιδα (AM καλλιτέχνης, θηλ. καλλιτέχνις, -ιδος)
τεχνίτης που εργάζεται με καλαισθησία, αριστοτέχνης
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με μια από τις καλές τέχνες, ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μουσικός, ηθοποιός, χορευτής κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστο-τέχνης, ποικιλο-τέχνης].

Russian (Dvoretsky)

καλλῐτέχνης: искусно работающий, искусный Anacr.