Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
Full diacritics: κατακόλουθος | Medium diacritics: κατακόλουθος | Low diacritics: κατακόλουθος | Capitals: ΚΑΤΑΚΟΛΟΥΘΟΣ |
Transliteration A: katakólouthos | Transliteration B: katakolouthos | Transliteration C: katakolouthos | Beta Code: ka/tos |
ον, A following, of persons, c. dat., Vett.Val.220.4; of things, Id.125.31.
κατακόλουθος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος.
επίρρ...
κατακόλουθα και κατακούλιθα (Μ)
κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ακόλουθος (< ἀκόλουθος), πρβλ. αν-ακόλουθος, επ-ακόλουθος].