κατευστοχέω
From LSJ
English (LSJ)
strengthd. for εὐστοχέω, A to be quite successful, ἐν πᾶσιν D.S.2.5: abs., Plu.Aem.19.
German (Pape)
[Seite 1398] glücklich zielen, gut treffen, glücklich sein; ἐν πᾶσι D. Sic. 2, 5; Plut. Aem. Paul. 19.
Greek (Liddell-Scott)
κατευστοχέω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ εὐστοχέω, εἶμαι ἐντελῶς ἐπιτυχής, ἐν πᾶσιν Διόδ. 2. 5· ἀπολ., Πλουτ. Αἰμιλ. 19.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
atteindre le but ; réussir, être heureux.
Étymologie: κατά, εὐστοχέω.
Greek Monotonic
κατευστοχέω: μέλ. -ήσω, είμαι αρκετά επιτυχημένος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
κατευστοχέω: быть удачливым, преуспевать (ἐν πᾶσι Diod.): θεμιτὸν οὐκ ἔστιν τὸν μὴ βάλλοντα κ. погов. Plut. не так устроен мир, чтобы не стреляющий попадал в цель.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ευστοχέω precies zijn doel raken.
Middle Liddell
fut. ήσω
to be quite successful, Plut.