μιμόβιος
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ὁ, A actor, Man.4.280.
German (Pape)
[Seite 187] in oder von Nachahmung lebend, Maneth. 4, 280.
Greek (Liddell-Scott)
μῑμόβιος: -ον, ὁ ζῶν ἐκ παραστάσεων μίμων, Μανέθων 4. 280.
Greek Monolingual
μιμόβιος, ὁ (Α)
ηθοποιός που ζούσε από παραστάσεις μίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + -βιος (< βίος)].