μονόπλευρος

From LSJ
Revision as of 15:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόπλευρος Medium diacritics: μονόπλευρος Low diacritics: μονόπλευρος Capitals: ΜΟΝΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: monópleuros Transliteration B: monopleuros Transliteration C: monoplevros Beta Code: mono/pleuros

English (LSJ)

ον, A with one front, of a column on the march, Arr.Tact.28.4,5.

German (Pape)

[Seite 204] einseitig, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

μονόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων μόνον μίαν πλευράν, Ἀρρ. Τακτ. 28.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονόπλευρος, -ον)
αυτός που έχει μία μόνο πλευρά
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που γίνεται κατά μία μόνο πλευρά ή αυτός που ενεργεί εξετάζοντας μόνο τη μία πλευρά ενός θέματος, μονομερής μεροληπτικός
2. το αρσ. ως ουσ. ο μονόπλευρος
σπάνιο απολιθωμένο γένος δίθυρων ελασματοβράγχιων μαλακίων, αντιπροσωπευτικό τών ταχυδόντων, μιας παράξενης ομάδας που έζησε κατά το κρητιδικό.
επίρρ...
μονοπλεύρως και μονόπλευρα (ΑΜ μονοπλεύρως)
από τη μία μόνο πλευρά
νεοελλ.
μονομερώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monoplegia (< μονο- + πληγία < -πληγής < πλήττω)].