οὐρανογνώμων

From LSJ
Revision as of 16:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾰνογνώμων Medium diacritics: οὐρανογνώμων Low diacritics: ουρανογνώμων Capitals: ΟΥΡΑΝΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: ouranognṓmōn Transliteration B: ouranognōmōn Transliteration C: ouranognomon Beta Code: ou)ranognw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A skilled in the heavens, Luc.Icar.5, Eust.1337.18.

German (Pape)

[Seite 417] ον, himmelskundig, Luc. Icarom. 5.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνογνώμων: -ον, ἔμπειρος περὶ τὴν γνῶσιν τοῦ οὐρανοῦ, Λουκ. Ἰκαρομ. 5.

French (Bailly abrégé)

ώμονος (ὁ, ἡ)
qui connaît le ciel, astronome.
Étymologie: οὐρανός, γιγνώσκω.

Greek Monolingual

οὐρανογνώμων, -ον (Α)
αυτός που γνωρίζει πολύ καλά τα σχετικά με τον ουρανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο + γνώμων (< γνώμη < γιγνώσκω), πρβλ. υδρο-γνώμων.

Greek Monotonic

οὐρᾰνογνώμων: -ον, ειδικευμένος στη γνώση του ουρανού, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

οὐρᾰνογνώμων: 2, gen. ονος знающий небо, знакомый с астрономией Luc.

Middle Liddell

οὐρᾰνο-γνώμων, ον,
skilled in the heavens, Luc.