οὐλοκέφαλος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον, A = οὐλοκάρηνος 1, Pherecr. 223, Ptol.Tetr.143.
German (Pape)
[Seite 413] = οὐλοκάρηνος, Pherecrat. bei Poll. 2, 23.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλοκέφαλος: -ον, = οὐλοκάρηνος, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 66.
Greek Monolingual
οὐλοκέφαλος, -ον (Α)
ουλοκάρηνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κεφαλή.