πλατίστακος
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
ὁ, A the fish μύλλος, Dorio ap.Ath.3.118c; also, = σαπέρδης, Parmeno ap. eund.7.308f: with play on Πλάτων, Timo 30. II pudenda muliebria, Hsch., Phot.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτίστᾰκος: ὁ, «Δωρίων δ᾿ ἐν τῷ περὶ ἰχθύων… τοὺς δὲ προσαγορευομένους φησὶ μύλλους ὑπὸ μέν τινων καλεῖσθαι ἀγνωτίδια, ὑπὸ δέ τινων πλατιστάκους» Ἀθήν. 118C, ἴδε σημείωσιν Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ, 201: ὡσαύτως, = σαπέρδης, Παρμ. αὐτόθι 308F. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἡσύχ., Φώτ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. το ψάρι μύλλος. το μυλοκόπι
2. το ψάρι σαπέρδης
3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «πλατίστακος
τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον»
4. χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο του Πλάτωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., ονομ. ψαριού η οποία πιθ. συνδέεται με τον τ. πλάταξ. Πρόκειται μάλλον για λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας, όπως συμπεραίνουμε από το δυσερμήνευτο επίθημα -ακος. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τη χρήση της λ. πλατίστακος με σημ. «γυναικείο αιδοίο». Αυτή η σημ. θα μάς οδηγούσε στο επίθ. πλατύς (πρβλ. και τη χρήση της λ. πεδίον με την ίδια σημ.). Ωστόσο, η αναγωγή της λ. σε έναν τ. πλάτιστος, υπερθ. του πλατύς, δεν θεωρείται πιθανή].