προσανάπτω
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A attach, attribute, Phld.Vit.p.12 J.; τὸν λάρον Ἡρακλεῖ Sch.Ar.Av.568.
German (Pape)
[Seite 749] noch dazu anhängen, zueignen, Schol. Ar. Av. 568.
Greek (Liddell-Scott)
προσανάπτω: προσάπτω τι εἴς τινα, τινί τινα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 568.
Greek Monolingual
ΜΑ
προσάπτω, αποδίδω σε κάποιον κάτι («τὸν λάρον... Ἡρακλεῑ προσανάπτει», Σχόλ. Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνάπτω «αναρτώ, προσδένω, αποδίδω»].