προσστάζω
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
Dor. ποτιστ-, A drop on, shed over, τοῖς αἰδοία π. Χάρις μορφάν Pi.O.6.76; πραῢν . . ποτιστάζων ὄαρον letting fall mild words, Id.P.4.137.
German (Pape)
[Seite 780] (s. στάζω), dor. ποτιστ., noch dazu tröpfeln, träufeln; übertr., verleihen, τοῖς αἰδοία ποτιστάζει Χάρις μορφάν, Pind. Ol. 6, 76; μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον, P. 4, 137.
Greek (Liddell-Scott)
προσστάζω: Δωρ. ποτιστάζω, στάζω πρός τι, τοῖς αἰδοία ποτιστάξει Χάρις μορφάν, «οἷς πρὸς τὴν μορφὴν... στάξει χάρις αἰδοία καὶ σεμνὴ» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 6. 127. πραῢν μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων, «μαλθακῇ δὲ καὶ οὐ τραχείᾳ φωνῇ ἀπὸ τοῦ στόματος λόγον στάζων κατεβάλλετο βάσιν καὶ ἀρχὴν τῶν σοφῶν λόγων» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 244.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ποτιστάζω Α
στάζω επί πλέον πάνω σε κάτι, επισταλάζω κάτι ακόμη.
Greek Monotonic
προσστάζω: Δωρ. ποτι-στ-, μέλ. -ξω, στάζω πάνω σε, ρίχνω ολόγυρα, σε Πίνδ.· πραῢνποτιστάζων ὄαρον, άφησε να πέσουν σοφά, ήπια λόγια, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
προσστάζω: дор. ποτιστάζω досл. капать, перен. струить, изливать, насылать (εὐκλέα μορφάν τινι, πραῢν ὄαρον Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-στάζω laten druppelen over.
Middle Liddell
doric ποτι-στ fut. ξω
to drop on, shed over, Pind.; πραῢν ποτιστάζων ὄαρον letting fall mild words, Pind.