σεῖστρον
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
English (LSJ)
τό, (σείω) A rattle used in the worship of Isis, Inscr.Délos 385a5 (ii B.C.), Plu.2.376c sq., Philostr.Im.1.5, Lib.Or.64.97.
German (Pape)
[Seite 869] τό, lat. sistrum, eine Klapper, die beim Gottesdienste der Isis geschüttelt wurde, genau beschrieben von Plut. de Iside 64; Philostr. im. 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
σεῖστρον: τό, (σείω) ὄργανόν τί κρότον παράγον, οὗ ἐγίνετο χρῆσις ἐν τῇ λατρείᾳ τῆς Ἴσιδος, περιγράφεται δέ ὑπό τοῦ Πλουτ. (περὶ Ἴσιδος 63) 2. 376C κἑξ. πρβλ. Φιλόστρ. 769· τὸ Λατιν. sistrum εἶναι συχνόν, ἴδε τὰ Λατ. Λεξικά 2) παιγνίδιον παιδίων Ἰω. Χρυσ. II χαμαιτυπεῖον, πορνεῖον, Σωκρ. Ἑκκλ. Ἱστ. 5. 18.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sistre, sorte de crécelle dont on se servait aux fêtes d’Isis, en Égypte.
Étymologie: σείω.
Russian (Dvoretsky)
σεῖστρον: τό систр (культовая трещотка у египтян) Arst., Plut.