φοινίσκη

From LSJ
Revision as of 14:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινίσκη Medium diacritics: φοινίσκη Low diacritics: φοινίσκη Capitals: ΦΟΙΝΙΣΚΗ
Transliteration A: phoinískē Transliteration B: phoiniskē Transliteration C: foiniski Beta Code: foini/skh

English (LSJ)

ἡ, dim. of φοῖνιξ, A small palm, BGU227.10 (ii A. D.).

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. υποκορ. φοίνικας μικρών διαστάσεων
2. η άμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δένδρου» + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. παιδ-ίσκη), μέσω αμάρτυρου τ. φοινικ-ίσκη με απλολογία].