ἀκόντισις
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
εως, ἡ, A throwing the javelin, X.An.1.9.5, Ascl.Tact.1.3.
German (Pape)
[Seite 77] εως, ἡ, das Werfen des Wurfspießes, Xen. An. 1, 9, 5 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόντῐσις: -εως, ἡ, τὸ ῥίπτειν ἀκόντιον, Ξεν. Ἀν. 1.9, 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de lancer un trait.
Étymologie: ἀκοντίζω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 lanzamiento de jabalina X.An.1.9.5, Ascl.Tact.1.3, τὴν ἀκόντισιν αὐτῶν ... ὑπετέμοντο D.C.38.49.1.
2 fisiol. efusión, eyaculación τοῦ σπέρματος Steph.in Hp.Aph.3.160.20.
Greek Monotonic
ἀκόντῐσις: -εως, ἡ (ἀκοντίζω), εξακόντιση, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀκόντῐσις: εως ἡ копьеметание (τοξική τε καὶ ἀ. Xen.).
Middle Liddell
ἀκοντίζω
javelin-throwing, Xen.