ἀλλακτός

From LSJ
Revision as of 17:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλακτός Medium diacritics: ἀλλακτός Low diacritics: αλλακτός Capitals: ΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: allaktós Transliteration B: allaktos Transliteration C: allaktos Beta Code: a)llakto/s

English (LSJ)

ή, όν, A equivalent, πρός τι Phld.Oec.pp.47,55J.: -τόν, τό,=a)na/foron, Arg. Ar.Ra.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que puede ser compensado, equivalente (πόνοι) πρὸς οὐδὲν πλῆθος ἀλλακτοί Phld.Oec.p.47, cf. 55.
2 subst. τὸ ἀ. bastón o bordón ahorquillado para atar el hatillo de viaje, Ar.Ra.argumen.4.

Greek Monolingual

και -χτός, -ή, -ό (Α ἀλλακτός, -ή, -όν) [[[ἀλλάσσω]]]
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να αλλαχθεί, να αντικατασταθεί, να αναπληρωθεί
2. αυτός που προήλθε από ανταλλαγή
3. ιδιότροπος, παράξενος
4. α) παιδί τών νεράιδων καχεκτικό και ελαττωματικό, που αυτές ανταλλάσσουν με γερό παιδί πραγματικής γυναίκας
β) κακοποιά αόρατη ύπαρξη που φέρνει ώς και σάλεμα του νου, δαιμονικό, νεραϊδικό, ξωτικό
γ) άνθρωπος λιγόμυαλος και μισερός, παρλιακό
αρχ.
1. ο ίσης αξίας, ισοδύναμος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλακτόν το ανάφορον, το ξύλο τών αχθοφόρων, σκυτάλη, ρόπαλο.