ἀνάδετος

From LSJ
Revision as of 17:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάδετος Medium diacritics: ἀνάδετος Low diacritics: ανάδετος Capitals: ΑΝΑΔΕΤΟΣ
Transliteration A: anádetos Transliteration B: anadetos Transliteration C: anadetos Beta Code: a)na/detos

English (LSJ)

ον, A binding up hair, μίτραι E.Hec.923. 2 in pass. sense, πῶλον Χαρίτων μίτραις ἀνάδετον Him.Ecl.13.36.

German (Pape)

[Seite 186] aufgebunden, μίτραι, Eur. Hec. 913, die aufgebundenen, das Haar selbst aufbindenden.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάδετος: -ον, ὁ ἀναδεδεμένος, ἐγὼ δὲ πλόκαμον ἀναδέτοις μίτραισιν ἐρρυθμιζόμαν Εὐρ. Ἑκ. 923, ὅπερ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ηὐτρέπιζον κατὰ τάξιν καὶ ἐκόσμουν ἐν μίτραις καὶ ταινίαις ἐπάνω τῆς κεφαλῆς δεδεμέναις».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 attaché en haut;
2 qui retient (les cheveux) relevés.
Étymologie: ἀναδέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 ceñido (πῶλον) ταῖς Χαρίτων μίτραις ὅλον ποιήσας ἀνάδετον Him.12.36.
2 que recoge hacia arriba el cabello μίτραι E.Hec.923.

Greek Monolingual

ἀνάδετος, -ον (Α) ἀναδέω
αυτός που δένει κάτι προς τα επάνω ή που είναι δεμένος προς τα επάνω.

Greek Monotonic

ἀνάδετος: -ον, αυτός που μαζεύει και δένει τα μαλλιά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάδετος: повязанный на голову, обвивающий голову (μίτραι Eur.).

Middle Liddell

binding up the hair, Eur.