ἀνάσιμος

From LSJ
Revision as of 17:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάσῑμος Medium diacritics: ἀνάσιμος Low diacritics: ανάσιμος Capitals: ΑΝΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: anásimos Transliteration B: anasimos Transliteration C: anasimos Beta Code: a)na/simos

English (LSJ)

ον, A snub-nosed, Ar.Ec.940. 2 generally, turned up at end, ὀδόντες ἀ., of the elephant's tusks, Arist.HA501b33; ἀ. πλοῖα Id.Pr.932a18; of a horse's neck, curved up, Simon Eq.6.

German (Pape)

[Seite 207] stülpnasig, mit oben eingedrückter, unten aufgeworfener Nase, Ar. Eccl. 940; übh. aufwärts gebogen, ὀδόντες, Arist.; ἀνάσιμα τὰ πλοῖα ποιοῦσιν, Ggstz όρθά, Arist. Probl. 23, 5. Vgl. ἀνάσιλλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάσῑμος: -ον, Λατ. resīmus, ἔχων τὴν ῥῖνα σιμήν, ἤτοι ἐστραμμένην πρὸς τὰ ἄνω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 940. 2) καθόλου, ὁ κατὰ τὸ ἓν ἄκρον ἐστραμμένος πρὸς τὰ ἄνω, ὀδόντες ἀν., ἐπὶ τῶν χαυλιοδόντων τῶν ἐλεφάντων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 5· ἀν. πλοῖα ὁ αὐτ. Προβλ. 23. 5, 4.

Spanish (DGE)

(ἀνάσῑμος) -ον
1 de nariz respingonade una joven, Ar.Ec.940.
2 curvado, retorcido hacia arriba ὀδόντες Arist.HA 501b33, πλοῖα Arist.Pr.932a18, ἔκφυσις del cuello de un caballo, Simo Eq.6.

Greek Monolingual

ἀνάσιμος, -ον (Α) σιμός
1. αυτός που έχει μύτη σιμή, σηκωτή
2. ανασηκωμένος στη μια άκρη.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάσῑμος:
1) курносый Arph.;
2) загнутый вверх (τοο ἐλέφαντος ὀδόντες, πλοῖον Arst.).