ἀναμίξ
οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death
English (LSJ)
Adv. A promiscuously, pell-mell, Hdt.1.103, Hellanic.71(a)J., Th.3.107: c. dat., γυναῖκες ἀ. ἀνδράσιν Str.3.3.7, cf. 4.6.3, Jul.Gal. 100c.
German (Pape)
[Seite 198] vermischt, durcheinander, Her. 1, 103; Thuc. 3, 107 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμίξ: ἐπίρρ., ἀναμεμιγμένως, πρὸ τοῦ δὲ ἀναμίξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Ἡρόδ. 1. 103· ἀναμὶξ τεταγμένοι Θουκ. 3. 107.
French (Bailly abrégé)
adv.
pêle-mêle.
Étymologie: ἀναμίγνυμι.
Spanish (DGE)
adv.
1 confusamente, en desorden ἀ. ... πάντα ... ἀναπεφυρμένα Hdt.1.103, ἀ. τεταγμένοι Th.3.107, ποιεῖσθαι τὴν μάχην ἀ. Plb.1.45.9, αἰγιαλοὶ ... σεσωρευμένοι ἀ. Plb.16.8.9, cf. AP 4.1.9 (Mel.), Hsch., Sud.
•ἀ. ποιέειν mezclar Hp.Mul.2.205
•de pers. ἀ. ἐκάθητο καὶ ἀθανάτη περ ἐοῦσα se sentaba confundiéndose (entre los hombres) a pesar de ser una inmortal Arat.104.
2 subst. τὸ ἀναμίξ ... τῆς αὐλήσεως la capacidad de combinar modulaciones ... propia del arte de tocar la flauta Philostr.VA 5.21.
3 c. dat. junto, juntamente ἀ. τέκνοις Plb.2.56.7, ἀ. τὰ ἄρρενα τοῖς θήλεσι Arist.HA 621b25, cf. Iul.Gal.100c.
Greek Monolingual
ἀναμίξ επιρρ. (Α) ἀναμείγνυμι
ανάμικτα, ανακατωμένα.
Greek Monotonic
ἀναμίξ: (ἀναμίγνυμι), επίρρ., κατά τύχη, συγκεχυμένα, ανακατωμένα, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμίξ: adv. вперемешку, как попало, без разбора Her., Thuc., Xen., Arst., Polyb.
Middle Liddell
ἀναμίγνυμι
adv., promiscuously, Hdt., Thuc.